Η ελκώδης κολίτιδα είναι ένας από τους δύο κύριους τύπους της ιδιοπαθούς φλεγμονώδους εντερικής νόσου.
Σε αντίθεση με τη νόσο του Crohn, η οποία προσβάλλει οποιοδήποτε μέρος του γαστρεντερικού σωλήνα, η ελκώδης κολίτις προσβάλλει μόνο το παχύ έντερο. Η νόσος διαρκεί δια βίου δεν έχει μέχρι στιγμής οριστική θεραπεία ενώ επηρεάζει την ψυχική και κοινωνική υγεία των ασθενών.
Σε ορισμένες χώρες η συχνότητα της συνεχίζει να αυξάνεται, ενώ σε άλλες έχει φθάσει σε ένα πλατώ.
Σχετικά με την ηλικία εμφάνισης, η ελκώδης κολίτις παρουσιάζει ένα δικόρυφο μοτίβο επίπτωσης σε ασθενείς ηλικίας 15-30 ετών, ενώ μικρότερη, δεύτερη αιχμή επίπτωσης εμφανίζεται σε ασθενείς ηλικίας 50-70 ετών.
Αν και σε ορισμένες μελέτες παρατηρήθηκε ελαφρά προτίμηση προς το ανδρικό φύλο, γίνεται αποδεκτό ότι προσβάλλει εξ ίσου τα δύο φύλα. Το κάπνισμα ασκεί προστατευτική δράση.
Οι καπνιστές που έχουν διαγνωστεί με ελκώδη κολίτιδα τείνουν να έχουν λιγότερες νοσηλείες, πιο ήπια νόσο και μικρότερη ανάγκη για φαρμακευτική αγωγή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει σύσταση για συνέχιση του καπνίσματος, η συνήθεια του οποίου προκαλεί τεράστιες βλάβες σε άλλα όργανα.
Οι εξωεντερικές εκδηλώσεις της νόσου, δηλαδή εκδηλώσεις από άλλα όργανα ή συστήματα εκτός πεπτικού, είναι συχνές. 25%-40% των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα εμφανίζει εξωεντερικές εκδηλώσεις.
Ο μυοσκελετικός πόνος παρατηρείται στο 53% των ασθενών και θεωρείται η πλέον συνήθης εξωεντερική εκδήλωση.
Δερματικές βλάβες παρατηρούνται στο 2%-34% των ασθενών. Οι πλέον συνήθεις είναι το οζώδες ερύθημα και το γαγγραινώδες πυόδερμα. Οφθαλμικές παθήσεις, όπως επισκληρίτιδα και ραγοειδίτιδα, παρατηρούνται στο 0,3%-13% των ασθενών, ενώ οι παθήσεις ήπατος και χοληφόρων παρατηρούνται λιγότερο συχνά.
Η βαρύτητα της προσβολής χαρακτηρίζεται ως ήπια, μέτρια ή σοβαρή. Οι περισσότερες περιπτώσεις είναι περιπτώσεις ήπιας βαρύτητος.
Η κολονοσκόπηση επιβεβαιώνει τη διάγνωση της νόσου και αποτελεί την εξέταση εκλογής για την αξιολόγηση της δραστηριότητας της. Σε περιπτώσεις οξείας έναρξης ελκώδους κολίτιδος η ακτινογραφία κοιλίας μπορεί να αποκαλύψει διάταση του παχέος εντέρου, ενδείξεις διάτρησης, τοξικό μεγάκολο, ειλεό, ή απόφραξη. Η μαγνητική τομογραφία είναι χρήσιμη στη διάκριση της ελκώδους κολίτιδος από τη νόσο του Crohn.
Η χορήγηση θεραπείας συντήρησης συνιστάται σε όλους τους ασθενείς στους οποίους επιτεύχθηκε ύφεση, με στόχο την πρόληψη των υποτροπών.
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται είναι η μεσαλαζίνη, η αζαθειοπρίνη (ανοσοκατασταλτικό) και οι βιολογικοί παράγοντες.
Γενικώς, η θεραπεία της οξείας προσβολής ή/και της πρόληψης των υποτροπών είναι αρκετά πολύπλοκη και εξατομικευμένη, ενώ απαιτεί επαρκή γνώση και εμπειρία του γαστρεντερολόγου.
Comments