ΜΕΝΟΥ ΠΑΘΗΣΕΩΝ
ΤΡΟΦΙΚΕΣ ΔΥΣΑΝΕΞΙΕΣ
Καρκίνος του Στομάχου
(Γαστρικός Καρκίνος)
Ελκώδης Κολίτις και Νόσος του Crohn:
Δύο σημαντικά νοσήματα του πεπτικού συστήματος με ταχυτάτη εξάπλωση σε όλο τον κόσμο
Νόσος του Crohn
Εισαγωγικά
Πρόσφατες μελέτες της Βρετανικής Αλλεργιολογικής Εταιρείας έχουν δείξει ότι το 40-50% του πληθυσμού παγκοσμίως υποφέρει από τροφικές δυσανεξίες. Το πρόβλημα επομένως φαίνεται ότι έχει μεγάλες διαστάσεις ενώ οι επιπτώσεις του δεν έχουν αξιολογηθεί και εκτιμηθεί επαρκώς.
Τροφική δυσανεξία είναι ένας γενικός όρος που περιγράφει την διαταραχή της φυσιολογίας του οργανισμού μετά την κατανάλωση κάποιας τροφής ή μιας προσθετικής ύλης. Είναι μια εξατομικευμένη βιοχημική αντίδραση του οργανισμού.
Οι τροφικές δυσανεξίες προκαλούνται είτε από έλλειψη συγκεκριμένου ενζύμου είτε από την πρόκληση ανοσολογικής αντίδρασης. Μετά την κατανάλωση του τροφίμου στο οποίο υπάρχει δυσανεξία, το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου αντιδρά και παράγει αντισώματα (αμυντικές ουσίες) προκειμένου να προστατευτεί από την υποτιθέμενη «ξένη» ουσία. Η αντίδραση αυτή προκαλεί καταρράκτη βιοχημικών διαταραχών, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου αποδυναμώνουν το ανοσοποιητικό σύστημα.
Η παραγωγή αυτών των αμυντικών ουσιών (αντισωμάτων) έναντι των συγκεκριμένων τροφίμων, χαρακτηρίζεται από καθυστερημένη χρονικά εμφάνιση συμπτωμάτων (8-72 ώρες), σε αντίθεση με την τροφική αλλεργία στην οποία εμφανίζονται οξείες αντιδράσεις (εντός 2-3 ωρών). Είναι προφανές ότι η χρονικά καθυστερημένη αντίδραση δυσχεραίνει την αναγνώριση της «ύποπτης» τροφής.
Οι τροφές που ενοχοποιούνται κυρίως για τροφική δυσανεξία και θα αναλυθούν παρακάτω είναι το γάλα (λακτόζη) και η γλουτένη. Τροφές που ενοχοποιούνται λιγότερο είναι η μαγιά (ζύμης ή μπύρας) και τα αυγά.
1. Δυσανεξία στη λακτόζη
Πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα επειδή τους προκαλούν δυσάρεστα συμπληρώματα. Οι άνθρωποι αυτοί υποφέρουν από δυσανεξία στη λακτόζη. Το ποσοστό της υπολακτασίας στην Ελλάδα (σε διάφορες διαβαθμίσεις βαρύτητος), είναι ιδιαίτερα υψηλό.
Η λακτόζη είναι το σάκχαρο του γάλακτος το οποίο καταναλώνουμε. Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι η ανικανότητα αφομοίωσης μεγάλης ποσότητας λακτόζης. Αυτή η κατάσταση οφείλεται στην έλλειψη ή στην ανεπάρκεια της λακτάσης, του ενζύμου δηλαδή που διασπά την λακτόζη σε απλά σάκχαρα (γλυκόζη και γαλακτόζη), που μπορούν να απορροφηθούν από το αίμα. Έτσι, η λακτόζη εισέρχεται στο παχύ έντερο όπου και υφίσταται διάφορες μεταβολές από τα μικρόβια του εντέρου με αποτέλεσμα την παραγωγή αερίων και εμφάνιση συμπτωμάτων.
Τα συνηθέστερα συμπτώματα είναι ναυτία, κράμπες, φούσκωμα, αέρια, διάρροια και συσπάσεις του πεπτικού σωλήνα. Όταν η δυσανεξία παρουσιάζεται σε μικρές ηλικίες εμφανίζονται προβλήματα στην κανονική ανάπτυξη των παιδιών.
Η ποσότητα του γάλακτος που θα οδηγήσει στην εμφάνιση συμπτωμάτων διαφέρει από άτομο σε άτομο και εξαρτάται από το βαθμό της υπολακτασίας. Αναλογικά με το βαθμό της υπολακτασίας θα πρέπει να περιοριστεί η κατανάλωση γάλακτος και των παραγώγων του καθώς και άλλων τροφών που πιθανόν να περιέχουν λακτόζη, όπως είναι καραμέλες, ψωμί, επεξεργασμένα δημητριακά πρωινού, σάλτσες κ.α.
Σε ήπιου βαθμού υπολακτασία μπορεί να καταναλώνεται το γιαούρτι, η λακτόζη του οποίου είναι μερικώς υδρολυμένη. Τα άτομα που έχουν υπολακτασία πρέπει να διαβάζουν προσεκτικά τις ετικέτες των τροφίμων και να ελέγχουν τη σύσταση τους. Λακτόζη υπάρχει και σε πολλά φάρμακα, επιπτώσεις όμως προκαλούνται μόνο σε άτομα με σοβαρή δυσανεξία. Άτομα με δυσανεξία μπορούν να χρησιμοποιήσουν σκευάσματα λακτάσης (σε σκόνη) που προστίθενται στο γάλα για να υδρολυθεί η λακτόζη ή να αναζητήσουν προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά και είναι ελεύθερα λακτόζης.
Σε περιπτώσεις που υπάρχει σοβαρή δυσανεξία, η διατροφή των ατόμων καθίσταται ανεπαρκής σε ασβέστιο και ριβοφλαβίνη. Σε αυτές τις καταστάσεις, απαιτείται η χορήγηση συμπληρωμάτων διατροφής.
2. Δυσανεξία στη γλουτένη – Κοιλιοκάκη
Η νόσος χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη παθολογικού βλεννογόνου του λεπτού εντέρου, ο οποίος βελτιώνεται μορφολογικά και λειτουργικά μετά από δίαιτα η οποία δεν περιέχει γλουτένη και επανέρχεται στην αρχική κατάσταση μετά την επανεισαγωγή στη δίαιτα της γλουτένης.
Η γλουτένη είναι μια πολύπλοκη, ετερογενής πρωτείνη που ανευρίσκεται στο ενδοσπέρμιο του σιταριού, του κριθαριού, της σίκαλης και της βρώμης. Το 90% της πρωτεΐνης του σιτάλευρου είναι γλουτένη.
Η κοιλιοκάκη (δυσανεξία στη γλουτένη) είναι σαφώς καθορισμένη πάθηση, στην οποία περιβαλλοντογενείς, γενετικοί, ανοσολογικοί και διαιτητικοί παράγοντες βρίσκονται σε αλληλεπίδραση με αποτέλεσμα την εμφάνιση της νόσου. Η μέση συχνότητα εμφάνισης της κοιλιοκάκης στους Έλληνες είναι 1 ανά 11.000 άτομα.
Η συχνότητα εμφάνισης παρουσιάζει 3 ηλικιακές εξάρσεις:
-
Βρεφική ηλικία (9-36 μηνών): κατά την εισαγωγή της γλουτένης στο διαιτολόγιο
-
Τρίτη δεκαετία: εμφανίζεται ως σοβαρή αναιμία της εγκυμοσύνης.
-
Πέμπτη δεκαετία: εκδηλώνεται με ειδική τροφική έλλειψη.
Τα συμπτώματα εξαρτώνται από την ηλικία εκδήλωσης της νόσου και την έκταση της προσβολής του εντέρου:
-
Βρεφική ηλικία: εμετός, διάρροια, καθυστερημένη ανάπτυξη, μετεωρισμός, κοιλιακό άλγος, αφυδάτωση.
-
Παιδική ηλικία: κοντό ανάστημα, αρθρίτιδα, αναιμία, ηπατίτιδα, αφθώδης στοματίτιδα, διαταραχές της αδαμαντίνης των δοντιών, ραχίτιδα
-
Ενήλικες: δυσαπορρόφηση, αναιμία, οστεοπενία, ηπατική νόσος, διάρροια, στοματίτιδα, νευροπάθεια, ερπητοειδής δερματίτιδα.
Ο αποκλεισμός της γλουτένης από την δίαιτα είναι ο κύριος τρόπος αντιμετώπισης της κοιλιοκάκης και των συνοδών νοσημάτων της. Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να καταστεί αναγκαία η χορήγηση ισχυρών φαρμάκων (κορτιζόνης) προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα συμπτώματα. Στην μεγάλη όμως πλειονότητα των ασθενών δραστική βελτίωση των συμπτωμάτων επέρχεται μετά την εφαρμογή της ειδικής δίαιτας.
Η κλινική εικόνα συνήθως βελτιώνεται πριν η αρχιτεκτονική του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου ξαναγίνει κανονική.
Η δίαιτα θα πρέπει να τηρείται ισοβίως. Από το σιτηρέσιο αποκλείονται το σιτάρι, η σίκαλη, η βρώμη, το κριθάρι και τα παράγωγά τους. Το καλαμπόκι, η πατάτα, το ρύζι, η σόγια και τα παράγωγά τους μπορούν να καταναλωθούν. Οι ετικέτες των τροφίμων θα πρέπει να εξετάζονται αυστηρά γιατί τα σιτηρά δε χρησιμοποιούνται μόνο σαν βασικά συστατικά αλλά προστίθενται και κατά τη διάρκεια προετοιμασίας και επεξεργασίας των τροφίμων.
Τα ειδικά διαιτητικά προϊόντα χωρίς γλουτένη βοηθούν σημαντικά τα άτομα στο να διατηρούν την σωστή δίαιτα. Τέτοια προϊόντα μπορεί να είναι αλεύρι, ψωμί, μπισκότα, ζυμαρικά από σιτάλευρο ελεύθερο γλουτένης. Τα ειδικά διαιτητικά τρόφιμα που προορίζονται για ασθενείς με δυσανεξία στην τροφή καλύπτονται από τα Ταμεία βάση του ν.2556 (ΦΕΚ 270/97).
Η δίαιτα θα πρέπει να ενισχύεται με συμπληρώματα βιταμινών και μετάλλων όπου παρουσιάζεται έλλειψη θρεπτικών συστατικών.
Συμπέρασμα
Οι τροφικές δυσανεξίες είναι διαταραχές που ταλαιπωρούν πολλούς ανθρώπους. Τα συμπτώματα ποικίλλουν σε βαθμό και έκταση. Με τη τήρηση όμως μιας σωστής διατροφής το άτομο μπορεί να αποφύγει τα συμπτώματα και να διάγει μια φυσιολογική ζωή.