top of page
zx (1).jpg

ΜΕΝΟΥ ΠΑΘΗΣΕΩΝ

ΕΛΚΩΔΗΣ ΚΟΛΙΤΙΣ ΚΑΙ ΝΟΣΟΣ ΤΟΥ CROHN

Ελκώδης Κολίτις και Νόσος του Crohn:
δύο σημαντικά νοσήματα του πεπτικού συστήματος με ταχυτάτη εξάπλωση σε όλο τον κόσμο.
Ιωάννης Κ. Τριανταφυλλίδης   Κώστας Βαγιανός
H ιδιοπαθής φλεγμονώδης εντερική νόσος (ΙΦΕΝ) δηλαδή η ελκώδης κολίτις και η νόσος του Crohn, αποτελούν μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες ομάδες νοσημάτων της γαστρεντερολογίας και της εσωτερικής παθολογίας κατ΄ επέκταση, αφού παρουσιάζουν ποικιλία συμπτωμάτων και κλινικών εκδηλώσεων όχι μόνο από τον πεπτικό σωλήνα, αλλά σχεδόν από κάθε όργανο και σύστημα του ανθρώπου. H νόσος εκδηλώνεται σε όλες τις ηλικίες, αν και κατά προτίμηση σε άτομα που διανύουν τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία της ζωής. Η αρρώστεια όμως μπορεί να εμφανιστεί ακόμη και σε παιδιά.
Η συχνότητα της ελκώδους κολίτιδος και της νόσου του Crohn μετά από μια συνεχή ανοδική πορεία στη διάρκεια των δεκαετιών του ‘60 και ‘70 δείχνουν να σταθεροποιούνται στις ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής, αν και σε μερικές από αυτές η επίπτωση της νόσου του Crohn δείχνει να αυξάνεται περαιτέρω, ενώ σε άλλες έχει σχεδόν υπερβεί τις αντίστοιχες επιδημιολογικές παραμέτρους της ελκώδους κολίτιδος. 
. Η επίπτωση της ελκώδους κολίτιδος κυμαίνεται σε διάφορες χώρες μεταξύ 10 και 20 περιπτώσεων ανά 100.000 κατοίκους, ενώ της νόσου του Crohn μεταξύ 2 και 10 περιπτώσεων ανά 100.000 κατοίκους.
Στη χώρα μας έχουν γίνει επιδημιολογικές μελέτες (Κρήτη και Ιωάννινα), τα αποτελέσματα των οποίων δείχνουν ότι υφίστανται διαφορές μεταξύ διαφόρων περιοχών της Ελλάδος. Γενικώς θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τα επιδημιολογικά δεδομένα της νόσου στη χώρα μας ακολουθούν ως ένα βαθμό τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα ιδιαίτερα σε ότι αφορά στην Κρήτη. 
Η αιτιολογία τους είναι εν πολλοίς άγνωστη, φαίνεται όμως ότι πολλοί παράγοντες του περιβάλλοντος, (πχ κάπνισμα, λήψη αντιρρευματικών και αντισυλληπτικών φαρμάκων, ενδεχομένως το stress και  ιογενείς λοιμώξεις), δρώντας σε γενετικά προδιατεθειμένα άτομα έχουν ως αποτέλεσμα την εκδήλωση της νόσου. 
Οι κλινικές εκδηλώσεις των δύο αυτών νοσημάτων είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοιες αν και ο περιορισμός της ελκώδους κολίτιδος στο παχύ έντερο μόνο, είναι ένα χαρακτηριστικό ειδοποιό στοιχείο. Η νόσος Crohn προκαλεί φλεγμονή ολόκληρου του πεπτικού σωλήνα από το στόμα έως τον πρωκτό και είναι τμηματική, δηλαδή προσβάλλει κατά τμήματα τον πεπτικό σωλήνα του ανθρώπου σε άλλοτε άλλη έκταση και ένταση.
Στην Ελκώδη κολίτιδα η εσωτερική επιφάνεια του εντέρου (εντερικός βλεννογόνος) φλεγμαίνει, διογκώνεται, και δημιουργούνται έλκη (πληγές) στη επιφάνεια του. Το φλεγμαίνον έντερο δεν μπορεί να απορροφήσει το νερό, τα κόπρανα γίνονται υδαρή, ενώ ταυτόχρονα χάνονται στον αυλό του εντέρου ζωτικά συστατικά του αίματος τα οποία αποβάλλονται με τις κενώσεις. Το αποτέλεσμα είναι απώλεια βάρους και κόπωση εξ αιτίας του ότι λείπουν από τον οργανισμό απαραίτητα στοιχεία.
 
Τα συμπτώματα ποικίλλουν. Τα πλέον συνήθη είναι τα εξής:
  1. Διάρροια (μερικές φορές με συνύπαρξη αίματος)
  2. Κοιλιακός πόνος. Ο πόνος οφείλεται είτε στην φλεγμονή του εντέρου είτε στην στένωση του εντέρου είτε στη διάταση λόγω εγκλωβισμού ποσότητος αέρα.
  3. Απώλεια βάρους λόγω κακής απορρόφησης των θρεπτικών ουσιών και λόγω μείωσης της ορέξεως.
  4. Δημιουργία συριγγίων δηλαδή επικοινωνίας της μιας εντερικής έλικας με άλλη ή μεταξύ εντερικής έλικος και κοιλιακού τοιχώματος.
  5. Βλάβες στην περιοχή του πρωκτού (περιπρωκτική νόσος)
  6. Εκδηλώσεις από το δέρμα, οφθαλμούς, ήπαρ, αρθρώσεις κλπ
  7. Οι κυριότερες επιπλοκές αφορούν στην εμφάνιση  αποστημάτων, εντερικής απόφραξης, συριγγίων, περιπρωκτικών βλαβών, καρκινώματος του λεπτού ή παχέος εντέρου, ραγδαίας αιμορραγίας, κακής απορρόφησης των θρεπτικών ουσιών και αναστολή σωματικής  ανάπτυξης στα παιδιά. 
     Ασθενείς με πολύ έντονα συμπτώματα συχνά είναι αναγκαίο να εισαχθούν στο νοσοκομείο προκειμένου να εφαρμοστεί έντονη θεραπεία με συνδυασμούς φαρμάκων που διατίθενται σήμερα. Από τους ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα που νοσηλεύονται με βαρείες προσβολές 20-25% θα χρειαστεί να υποβληθούν σε κολεκτομή δηλαδή σε χειρουργική αφαίρεση του παχέος εντέρου.
Αν και πρόκειται για καλοήθη νόσο, εξαιτίας του συνεχούς ερεθισμού του εντέρου, ασθενείς με μεγάλης διάρκεια νόσου (>= 10 χρόνια) ή με το μεγαλύτερο τμήμα του παχέος εντέρου προσβεβλημένο διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου.  
Η θεραπεία διακρίνεται σε συντηρητική (φαρμακευτική), χειρουργική, διαιτητική και ψυχιατρική (ψυχολογική υποστήριξη).
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται είναι:
  1. Κορτιζόνη (Ρresolon, Medrol)
  2. Ανοσοκατασταλτικά – ανοσοτροποποιητικά (Αζαθειοπρίνη)
  3. Μεσαλαζίνη (Asacol, Salofalk, Mezavant)
  4. Αντιβιοτικά (Flagyl, Ciproxin, Betiral) για τον έλεγχο των λοιμώξεων
  5. Βιολογικοί Παράγοντες Remicade (Ιnfliximab), Adalimumab (Humira), Vedolizumab (Entyvio) Ustekinumab (Stelara) 
  6. Ειδικές εντερικές δίαιτες

Ορισμένες τροφές (όπως π χ σπόροι, αμαγείρευτα λαχανικά, φρούτα κλπ), οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν εντερική απόφραξη θα πρέπει να αποφεύγονται.  Διάφορα δισκία τα οποία ενδέχεται να μη προλάβουν να διαλυθούν στο έντερο, μπορεί να ενσφηνωθούν σε εστενωμένα του τμήματα.  

Γενικώς οι άρρωστοι θα πρέπει να σιτίζονται με τροφές επαρκείς σε θρεπτικά στοιχεία χωρίς να απαγορεύονται τροφές φυτικής προέλευσης αρκεί να είναι καλά μαγειρευμένες. Η σύσταση για αποφυγή του γάλακτος φαίνεται λογική, τουλάχιστον στις εξάρσεις της νόσου. Στα μεσοδιαστήματα οι άρρωστοι χωρίς επιπλοκές θα πρέπει να σιτίζονται κανονικώς. Σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα σημαντική για τη σωστή έκβαση της νόσου είναι η σχέση εμπιστοσύνης που θα αναπτυχθεί μεταξύ ιατρού και ασθενούς. 

Η διάγνωση της νόσου στηρίζεται -όπως σε όλα τα νοσήματα- στην επιμελή και μεθοδική λήψη του ιστορικού, καθώς και στην βοήθεια που προσφέρουν οι αιματολογικές, απεικονιστικές, ενδοσκοπικές και ιστολογικές εξετάσεις που διατίθενται σήμερα.

Η διάγνωση της νόσου του Crohn μπορεί να είναι αρκετά δύσκολη, ενώ και τα δύο νοσήματα θα πρέπει να διαφοροδιαγνωσθούν από ποικιλλία άλλων καταστάσεων. 
Ο ειδικός ιατρός για την νόσο είναι ο Γαστρεντερολόγος, ο οποίος με τη λήψη ιστορικού, τη λεπτομερή κλινική εξέταση και με μία σειρά ιατρικών εξετάσεων (αιματολογικές, κολονοσκόπηση, ιστολογική εξέταση δειγμάτων του εσωτερικού του εντέρου που λαμβάνει μέσω του κολονοσκοπίου, καθώς και με την βοήθεια πολλών άλλων εξετάσεων όπως αξονική τομογραφία και υπερηχογράφημα κοιλιάς) μπορεί να τεκμηριώσει τη διάγνωση της.


Η πάθηση είναι ανίατη. Ο ασθενής μπορεί κατά περιόδους να παρουσιάζει κλινικά συμπτώματα τα οποία αντιμετωπίζονται με τα μέσα που διατίθενται. Η αρρώστια όμως θα ξαναγυρίσει μετά από άλλο χρονικό διάστημα. Για την αποφυγή των υποτροπών χορηγούμε θεραπεία «συντηρήσεως» δια βίου. Τα σημαντικά οφέλη που εμφανίζονται με τις νέες θεραπείες  δίνουν ελπίδες και αυξάνουν τις προσδοκίες ιατρών και ασθενών για τη αντιμετώπιση της νόσου. 

bottom of page