top of page

Επικαιροποίηση οδηγιών αντιμετώπισης της νόσου του Crohn (American College of Gastroenterology 2025)

  • Εικόνα συγγραφέα: Dr. Ιωάννης Κ. Τριανταφυλλίδης
    Dr. Ιωάννης Κ. Τριανταφυλλίδης
  • 10 Σεπ
  • διαβάστηκε 3 λεπτά

ree

Το Αμερικανικό Κολέγιο Γαστρεντερολογίας (ACG) εξέδωσε ενημερωμένες οδηγίες για την αντιμετώπιση της νόσου του Crohn, οι οποίες αντικατοπτρίζουν την ραγδαία ανάπτυξη των διαθέσιμων θεραπευτικών επιλογών από το 2018. Οι κατευθυντήριες οδηγίες δημοσιεύθηκε online αυτόν τον μήνα στο American Journal of Gastroenterology. Οι νεότερες θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν:

  • τους αναστολείς της ιντερλευκίνης-23 risankizumab, mirikizumab και guselkumab,

  • τον παράγοντα anti-ιντερλευκίνης-12/23 ustekinumab (STELARA),

  • τον αναστολέα της Janus kinase, upadacitinib (RINVOQ) και

  • τον anti-integrin παράγοντα vedolizumab (ENTYVIO) .

 

Από τη διάγνωση έως τη χειρουργική επέμβαση

Η συχνότητα εμφάνισης της CD έχει αυξηθεί σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες, Τόσο η διάγνωση όσο και η θεραπεία των ασθενών με νόσο Crohn έχουν εξελιχθεί σημαντικά.

Κατά τη διάγνωση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η κλινική εικόνα καθώς και τα ενδοσκοπικά, ακτινολογικά, ιστολογικά και παθολογικά ευρήματα.

Οι συγγραφείς συνιστούν τον προσδιορισμό της καλπροτεκτίνης κοπράνων για την διάγνωση και παρακολούθηση της νόσου καθώς και τακτική κολονοσκόπηση για καρκίνο παχέος εντέρου σε ασθενείς με κολίτιδα Crohn.

 

Συντηρητική (φαρμακευτική) θεραπεία

Η συντηρητική θεραπεία της νόσου του Crohn κατηγοριοποιείται σε θεραπεία επαγωγής και θεραπεία συντήρησης. Τα θεραπευτικά σχήματα επιλέγονται συνήθως με στόχο την επίτευξη κλινικής ανταπόκρισης και επαναφορά των βιοδεικτών στο φυσιολογικό εντός 12 εβδομάδων από την έναρξη της θεραπείας, ακολουθούμενη από μακροχρόνια έλεγχο της δραστηριότητας της νόσου. Αντικειμενικά αποτελέσματα της επίδρασης των φαρμάκων (κολονοσκόπηση, ιστολογία) έχουν πρόσφατα προστεθεί στις συστάσεις.

 

Σε αντίθεση από ότι ίσχυε μέχρι σήμερα, οι συγγραφείς θεωρούν ότι η έγκαιρη έναρξη της θεραπείας αποτελεί «κλειδί» για την επίτευξη βέλτιστων αποτελεσμάτων και ότι δεν απαιτείται η αποτυχία της συμβατικής θεραπείας πριν από την έναρξη χορήγησης βιολογικών παραγόντων.

 

Για ήπια έως μέτρια σοβαρή νόσο Crohn, η από του στόματος μεσαλαμίνη (Salofalk, asacol, pentasa, mezavant) δεν συνιστάται ως θεραπεία επαγωγής της ύφεσης ή ως θεραπεία συντήρησης. Η βουδεσονίδη (Budenofalk, Budecol) συνιστάται για επαγωγή της ύφεσης αλλά όχι ως θεραπεία συντήρησης.

Για μέτρια έως σοβαρή νόσο Crohn CD συνιστώνται τα ακόλουθα:

  • Τα από του στόματος κορτικοστεροειδή συνιστώνται για βραχυπρόθεσμη επαγωγή της ύφεσης, αλλά όχι ως συντήρηση.

  • Η αζαθειοπρίνη και η 6-μερκαπτουρίνη δεν συνιστώνται για την επαγωγή ύφεσης, αλλά συνιστώνται για τη συντήρηση της ύφεσης, με εξέταση των επιπέδων θειοπουρίνης μεθυλτρανσφεράσης πριν από την έναρξη. Ωστόσο, δεδομένου του προφίλ ανεπιθύμητων ενεργειών της μονοθεραπείας με θειοπουρίνη, θα πρέπει να εξετάζεται η χρήση νεότερων, ασφαλέστερων παραγόντων για τη συντήρηση.

  • Προτείνεται η χρήση μεθοτρεξάτης για τη διατήρηση της ύφεσης χωρίς στεροειδή.

  • Οι αντι-TNF παράγοντες δηλαδή ενδοφλέβια χορήγηση Infliximab (Remicade), ή υποδόρια χορήγηση adalimumab (Humira) συνιστώνται για την επίτευξη και διατήρηση της ύφεσης. Η υποδόρια χορήγηση infliximab (remicade) συνιστάται μόνο για τη διατήρηση της ύφεσης. Πριν από τη θεραπεία πρέπει να ελέγχεται ο ασθενής για λανθάνουσα φυματίωση ή ηπατίτιδα Β ή C.

  • Το vedolizumab (entyvio), το ustekinumab (stelara), το upadacitinib (rinvoq), το guselkumab, το mirikizumab και το risankizumab είναι όλες επιλογές για την επαγωγή και τη διατήρηση της ύφεσης.

  • Για την συριγγοποιό νόσο Crohn, το infliximab (remicade), το adalimumab (humira), τα αντιβιοτικά, το upadacitinib (rinvoq), το vedolizumab (entyvio) ή το ustekinumab (stelara) είναι συνιστώμενες επιλογές για την επαγωγή της ύφεσης.

 

Παραπομπή για χειρουργική επέμβαση

Όσον αφορά το πότε πρέπει να παραπέμπεται ο ασθενής σε χειρουργική επέμβαση, οι ασθενείς με ενδοκοιλιακό απόστημα μεγάθους μεγαλύτερου των 2 cm υποβάλλονται σε παροχέτευση με ταυτόχρονη χορήγηση αντιβιοτικών. Σε ασθενείς με συμπτωματικές στενώσεις ή κοιλιακά αποστήματα πρέπει να εξετάζεται η πιθανότητα χειρουργικής επέμβασης. Συνιστάται κολονοσκόπηση 6-12 μήνες μετά τη χειρουργική επέμβαση για την αξιολόγηση της πρώιμης υποτροπής της CD.

Οι ασθενείς με χαμηλό μετεγχειρητικό κίνδυνο υποτροπής τίθενται υπό παρακολούθηση. Οι ασθενείς με υψηλό κίνδυνο μετεγχειρητικής υποτροπής υποβάλλονται σε θεραπεία με βιολογικούς παράγοντες αμέσως μετά την εκτομή (αντι-TNF παράγων ή vedolizumab). Ασθενείς υψηλού κινδύνου είναι οι ενεργοί καπνιστές, οι ασθενείς με διεισδυτική νόσο και οι ασθενείς με προηγούμενες χειρουργικές επεμβάσεις.

Τέλος οι κατευθυντήριες οδηγίες τονίζουν τη σημασία  των παραγόντων που επηρεάζουν την πορεία της νόσου, όπως η χρήση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, το κάπνισμα, η διατροφή και η διαχείριση του στρες, της κατάθλιψης και του άγχους.

Σχόλια


bottom of page